- πιανοφόρτε
- το, Νμουσ. παλιά ονομασία του πιάνου, αμέσως μετά την εφεύρεση του, κατά τη δεκαετία τού 1710, χάρη στη δυνατότητα τού οργάνου να αποδίδει τις αποχρώσεις τής δυναμικής, ονομασία που εγκαταλείφθηκε μετά το 1850, οπότε επικράτησε το πρώτο συνθετικό τής λέξης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piano forte < piano «σιγά» + forte «δυνατά»].
Dictionary of Greek. 2013.