πιανοφόρτε

πιανοφόρτε
το, Ν
μουσ. παλιά ονομασία του πιάνου, αμέσως μετά την εφεύρεση του, κατά τη δεκαετία τού 1710, χάρη στη δυνατότητα τού οργάνου να αποδίδει τις αποχρώσεις τής δυναμικής, ονομασία που εγκαταλείφθηκε μετά το 1850, οπότε επικράτησε το πρώτο συνθετικό τής λέξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piano forte < piano «σιγά» + forte «δυνατά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… …   Dictionary of Greek

  • Φαλντέλα, Τζιοβάνι — (Faldélla, Σαλούτζια 1846 – 1928). Ιταλός συγγραφέας και πολιτικός. Άσκησε για μικρό χρονικό διάστημα το επάγγελμα του δικηγόρου, αλλά σύντομα αφιερώθηκε στη λογοτεχνία και στη δημοσιογραφία και ίδρυσε, το 1869, με τους φίλους του Καμεράνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”